- ἀδημονεῖ
- ἀδημονέωto be sorely troubledpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀδημονέωto be sorely troubledpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγωνιάτης — ἀγωνιάτης, ο (Α) [ἀγωνία] (για πρόσωπα) αυτός που αγωνιά, που αδημονεί, νευρικός, ανήσυχος … Dictionary of Greek
αδήμων — ἀδήμων ( όνος), ον (Α) αυτός που αγωνιά, που ανησυχεί, που αδημονεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ἀδημονῶ] … Dictionary of Greek
ματταβεί — ματταβεῑ (Α) [μάτταβος] (κατά τον Ησύχ.) «περιβλέπει, ἀδημονεῑ» … Dictionary of Greek
τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… … Dictionary of Greek